-
1 νόμισμα
νόμισμα, τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. νόμισμα τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσϑαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνϑρώποισιν οἷον ἄργυρος, κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; νόμισμα ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; πᾶν σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχϑέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.
-
2 δια-λῡμαίνομαι
δια-λῡμαίνομαι, dep. med., 1) sehr mißhandeln, schimpflich behandeln; γυναῖκα Her. 9, 112, wo auch διαλελυμασμένη in pass. Bdtg steht; ἵμερός με δ. Ar. Ran. 59; τὴν πατρίδα διαλυμηνάμενοι Isocr. 4, 110; Ἑλλάδα Eur. Or. 1515; öfter bei Plut. – 2) Maaß od. Gewicht verfälschen; τὸ νόμισμα τῶν κοτυλῶν Ar. Th. 348; dah. τινὰ ταῖς κοτύλαις. betrügen, Plut. 436; übertr., Ran. 1060, von dem Verfälschen der Poesie; so πράξεις, Handlungen durch falschen Bericht entstellen, Plut. Anton. 24; vgl. de Her. mal. 24.
-
3 διαλυμαινομαι
(aor. pass. διελυμάνθην)1) обезображивать, увечить(γυνέ διαλελυμασμένη Her.)
2) губить, уничтожать(Ἑλλάδ΄ αὐτοῖς Φρυξί Eur.; τέν πατρίδα Isocr.)
3) мучить, терзать(ἵμερός με διαλυμαίνεται Arph.)
4) обманыватьταῖς κοτύλαις δ. или τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμά τινα Arph. — обмеривать кого-л.
5) искажать, извращать, портить -
4 νομισμα
- ατος τό1) установившийся обычай, общепринятый порядок, сложившаяся традиция, правовая норма Aesch., Eur.2) монета(ν. ἀργυροῦν καὴ χρυσοῦν Plat.)
3) ( о мерах и весах) законная норма, полная мера(τῶν κοτυλῶν Arph.)
-
5 νόμισμα
A anything sanctioned by current or established usage, custom,Ἑλληνικὸν ν. A.Th. 269
, cf. E.IT 1471; institution,οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστε S.Ant. 296
;θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ ἔστι Ar.Nu. 248
, with a play on signf. 11 (do not pass current with us).II esp. current coin, ν. κόψαι or κόψασθαι, coin money, Hdt.3.56, 4.166;τἀρχαῖον ν. Ar.Ra. 720
;ν. σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Pl.R. 371b
, cf. Arist.EN 1133b11, Pol. 1257a11, D.L.6.20;τάλαντα νομίσματος And.3.8
;ν. ἡμεδαποῦ IG12.91.4
;τὸ ἐπιχώριον ν. PCair.Zen.21.12
(iii B.C.): pl. pieces of money, coins,Hdn.
1.9.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμισμα
См. также в других словарях:
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
δικότυλος — η, ο (Α δικότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) δικοτυλήδονος 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος γένος θηλαστικών τής οικογένειας τών συϊδών αρχ. 1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων 2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
λάγηνος — και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ) λαγήνι, στάμνα νεοελλ. 1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας λαγηνίδες 2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα τού κυστιδίου τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού τών πρωτοζώων 3. φρ.… … Dictionary of Greek